Είκοσι τέσσερις ώρες κύλησαν μέσα στο δωμάτιο μέχρι να ξαναβρώ τον εαυτό μου -και αυτό το χρωστάω στο φύλακα άγγελο μου-, ώστε με τις εξαντλημένες μου δυνάμεις και το πτοημένο μου ηθικό να μπορέσω να ανακάμψω. Δεν μπόρεσα να δώσω καμιά εξήγηση στη μητέρα μου για το συμβάν, σαν να με είχε εκείνος υπνωτίσει, ενώ ο ίδιος, παίζοντας το ρόλο του καλού, άφησε ακόμη μία μέρα να περάσει. Δεν ξέρω τι μου συνέβαινε, γιατί δεν μπορούσα να αντιδράσω; Και με τις τρομερές αυτές και συγκινητικές εμπειρίες ενός “love story” στο Παρίσι, ο κύκλος έκλεισε και πήραμε πάλι το δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα…»
Απόλυτη υπακοή
Η Αλ. Συμεωνίδου αναφέρεται σε άλλο σημείο του βιβλίου της στην προσωπικότητα του πρώην συζύγου της και λέει:
«Μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερα πράγματα γίνονταν αντιληπτά, η αλήθεια δεν κρύβεται, είχαν αρχίσει να πέφτουν οι μάσκες! Κάθε στιγμή που περνούσε ανακάλυπτα και άλλη μια δυσάρεστη πτυχή της προσωπικότητας αυτού του ανθρώπου και του περίγυρού του, από όποιο πρίσμα και αν τους έβλεπα. Υποκριτής, διχασμένος, κυκλοθυμικός, εγωιστής, αλαζόνας, απρόβλεπτος, ψεύτης, σκληρός, με λίγες πινελιές φτηνού χιούμορ… Ολα αυτά συνέθεταν το άτομο αυτό που ονομαζόταν Σάμι. Οταν τον γνώρισα δεν ήταν καθόλου θρησκευόμενο άτομο ή αυτή την εντύπωση ήθελε να περάσει κάνοντας τον εξελιγμένο, στην Τζέντα όμως έπεσε με τα μούτρα στην προσευχή κάνοντας τον καλό μουσουλμάνο. Μετά ήταν και πάλι ο τύραννος. Στα πάντα ήταν αρνητικός… “Εσύ όλο σκέφτεσαι”, μου έλεγε, “και οι σκέψεις σου σε οδηγούν σε αδιέξοδο. Μη σκέφτεσαι!”. Εννοούσε να αποδέχομαι τα πάντα χωρίς να μιλάω».
Το βασανιστήριο με την μπουκάλα
«Μετακόμισα στο δωμάτιο της μητέρας μου μέχρι να βλέπαμε τι θα γινόταν. Η κατάσταση ήταν έκρυθμη! Οι ισορροπίες είχαν συθέμελα διαταραχθεί, η ημέρα και η νύχτα είχαν αποκτήσει το ίδιο χρώμα, το μαύρο της μελαγχολίας και της απόγνωσης, ο αέρας ήταν αποπνικτικός, λες και ερχόταν από τα έγκατα της γης, η ησυχία ήταν θορυβώδης σκιά που αντανακλούσε τον απόηχο της απελπισίας. Σε αυτό το κλίμα, αναπνέαμε και συνυπήρχαμε. Η μαμά μου και εγώ προσπαθούσαμε να εντάξουμε τη ζωή μας σε μια αλλόκοτη καθημερινότητα που δεν είχε χρόνο και τρόπο. Σκιές του αλλοτινού μας εαυτού, περιμέναμε… μα τι περιμέναμε; Δεν υπήρχε τίποτα, το απόλυτο κενό, η άβυσσος μπροστά μας έτοιμη να μας καταβροχθίσει. Εκείνος, ένα μεσημέρι μέσα στη λύσσα και την παράνοια που ζούσε, διψούσε με τα αιμοβόρα του ένστικτα να μας εκδικηθεί. Εφτασε μέσα στη σιωπή της αμηχανίας και του διάχυτου φόβου τον οποίον βιώναμε βαθιά μέσα στο πετσί μας και εισέβαλε στο δωμάτιο που προσωρινά μας “φιλοξενούσε”».
Ηθελε να μας ανατινάξει στον αέρα«Η σκιώδης μαυριδερή αύρα του μ’ έκανε να αναπηδήσω από το ξάφνιασμα και τον τρόμο που κατοικοέδρευε μέσα μου. Μας διέταξε, και τις δυο, εμείς δεν υπακούσαμε, περιφρονητικά του απαντήσαμε διά της σιωπής. Εγινε έξαλλος και σαν δαιμονικό που είχε ξεπροβάλει μέσα από την αόρατη διάστασή του έτρεξε χτυπώντας την κελεμπία του απόρροια της μανίας και μπήκε σαν τρισδιάστατος δαίμονας στην κουζίνα και από κει μέσα σε λίγα λεπτά απροσδόκητα τον είδαμε να ξεπροβάλει μπροστά μας. Κρατούσε μια ολόκληρη μπουκάλα γκαζιού -την είχε αποσυνδέσει από την κουζίνα- και την έφερε μπροστά μας.“Τώρα να δούμε αν θα ακούσετε ή όχι” είπε, αφού έκλεισε το κλιματιστικό, έκλεισε κάθε δίοδο αέρος, έβγαλε τον αναπτήρα του και άρχισε να παίζει με τη στρόφιγγα του γκαζιού. Ηθελε να μας ανατινάξει στον αέρα. Φωνές απελπισίας αντήχησαν στο σπίτι. Η μητέρα μου και εγώ ξεφωνίζαμε και ικετεύαμε τον απεσταλμένο του Ζερζεβούλ να μας λυπηθεί.
“Οχι, όχι, μη, σε παρακαλώ” φωνάζαμε με κλάματα, ενώ εκείνος είχε διαλύσει ήδη τις ψυχές μας παίζοντας και ανοιγοκλείνοντας τον αναπτήρα και το αέριο. Η σκηνή δεν είχε χρώμα ούτε ήχο να αποτυπώσει το ύψιστο των δραμάτων. Το επεισόδιο κράτησε, θεωρώ, μια αιωνιότητα, είχαμε γίνει κομμάτια, ψυχικά ράκη στα νύχια ενός ανελέητου, μοχθηρού από το τάγμα των δαιμόνων. Το περιστατικό έμεινε για πάντα χαραγμένο μέσα μας σαν αποτύπωμα της κολάσεως των ανθρώπων. Είχαμε ακόμη μια φορά επιβιώσει… Μέγας είσαι, Κύριε, που μας διεφύλαξες!».